- ντιπ
- επίρρ.1. ολοκληρωτικά, ολωσδιόλου, ολότελα («είναι ντιπ φτωχός»)2. (σε αρνητ. πρότ.) καθόλου, ούτε μια σταλιά («δεν σκαμπάζει ντιπ από μουσική»)3. συντίθεται με την πρόθεση κατά προκειμένου να δηλώσει εμφαντικά μια έννοια και μερικές φορές παρατίθενται και τα δύο («είναι τρελός ντιπ καταντίπ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dip].
Dictionary of Greek. 2013.