ντιπ

ντιπ
επίρρ.
1. ολοκληρωτικά, ολωσδιόλου, ολότελα («είναι ντιπ φτωχός»)
2. (σε αρνητ. πρότ.) καθόλου, ούτε μια σταλιά («δεν σκαμπάζει ντιπ από μουσική»)
3. συντίθεται με την πρόθεση κατά προκειμένου να δηλώσει εμφαντικά μια έννοια και μερικές φορές παρατίθενται και τα δύο («είναι τρελός ντιπ καταντίπ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dip].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ντιπ — επίρρ. (λ. τουρκ.), καθόλου, ολότελα, εντελώς: Ντιπ δεν ντρέπεσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπιτ — I (bit). Βλ. λ. δίτιμο ψηφίο. II (beat). Βλ. λ. μπίτνικ. * * * (I) και μπίτι και ντιπ επίρρ. 1. καθόλου («δεν έχει μπιτ μυαλό») 2. εντελώς, ολότελα, εξ ολοκλήρου («είναι ντιπ βλάκας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bit]. (II) το (πληροφ.) μονάδα μέτρησης… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • καταντίπ — επίρρ. εντελώς, ολότελα («είναι καταντίπ ηλίθιος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κατ(α) * + ντιπ «εντελώς» (< τουρκ. dip)] …   Dictionary of Greek

  • Μόσας ή Μάας — (γαλλ. Meuse, φλαμανδ. Maas). Ποταμός (μήκος 900 χλμ., έκταση λεκάνης απορροής 49.000 τ. χλμ.) της κεντροδυτικής Ευρώπης, που εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, όπου τα νερά του συγχέονται κατά ένα μέρος με τα νερά του Ρήνου, στα πλαίσια ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”